- κατότι
- κατότι (Α)επίρρ. ιων. τ. καθότι ή καθ' ότι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατότι — καθότι in what manner ionic (indeclform adverb) κατότι ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθότι — (Α καθότι και καθ ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ ὅ,τι) 1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται») 2. επειδή, διότι (α. «δεν τόν άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek